- γενεσιάρχης
- γενεσιάρχης, ο (AM)ο δημιουργός.[ΕΤΥΜΟΛ. < γένεσις + -αρχης < άρχω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γενεσιάρχης — creator masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεσιάρχην — γενεσιάρχης creator masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεσιάρχου — γενεσιάρχης creator masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… … Dictionary of Greek